- ἐκθάλλω
- ἐκθάλλω,A put forth blossoms, Sm.Ca.2.13, Al.Hb.3.17.2 metaph., become active, of heat in the ground, Adam. ap. Aët.3.163.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκθάλλω — ἐκθάλλω (Α) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια 2. γίνομαι δραστήριος, ενεργοποιούμαι … Dictionary of Greek
θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… … Dictionary of Greek